- στράτσο
- στράτσόχορτο τό обёрточная бумага;
§ στην ελλειψη τσιγαρόχαρτο καλό και στράτσόχαρτο — погов, когда нет гербовой — пишут и на простой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ στην ελλειψη τσιγαρόχαρτο καλό και στράτσόχαρτο — погов, когда нет гербовой — пишут и на простой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στράτσο — στράτσο, το και στρατσόχαρτο, το (λ. ιταλ.), είδος χοντρού χαρτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στράτσο — το, Ν χαρτί χοντρό κατώτερης ποιότητας για περιτύλιξη κρέατος, ψαριών και άλλων εδωδίμων από τους πωλητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. strazzo] … Dictionary of Greek
στρατσόχαρτο — το, Ν το στράτσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράτσο + χαρτί] … Dictionary of Greek